- κοινάν
- κοινᾱν1 confidant met.
Λοξίας, κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Λοξίας, κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κοινάν — κοινάν, ᾱνος, ο (Α) (δωρ. και αρκαδ. τ.) βλ. κοινών … Dictionary of Greek
κοινάν — κοινά̱ν , κοινός common fem acc sg (doric aeolic) κοινά̱ν , κοινών partners masc nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
κοινών — κοινών, ῶνος και δωρ. τ. κοινάν, ᾱνος (Α) 1. κοινωνός* 2. μέλος συνδικάτου που εισέπραττε έγγειους φόρους, δημοσιώνης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοινεών] … Dictionary of Greek